«Εν μέσω των μαραθώνιων συνομιλιών της Eυρωζώνης στις Βρυξέλλες το βράδυ της 12 Ιουλίου, ο Αλέξης Τσίπρας άργησε μερικά λεπτά να επιστρέψει από το διάλειμμα. Η φήμη άρχισε να εξαπλώνεται γρήγορα: Ο Έλληνας πρωθυπουργός, αντιμετωπίζοντας τις βάναυσες απαιτήσεις των 18 ηγετών της ευρωζώνης με αντάλλαγμα μια συμφωνία ώστε να ξεκινήσουν εκ νέου οι συνομιλίες για το νέο χρηματοδοτικό πρόγραμμα στήριξης, είχε τραπεί σε φυγή εγκαταλείποντας το κτίριο. Εν τέλει βέβαια αποδείχθηκε ότι απλά είχε επισκεφτεί την τουαλέτα» γράφει ο αρθρογράφος του Economist σε νέο άρθρο για την Ελληνική πραγματικότητα των διαπραγματεύσεων που κατάφερε να κορυφώσει το παγκόσμιο ενδιαφέρον το Σαββατοκύριακο που μας πέρασε. Ο τίτλος του άρθρου μάλιστα αρκετά δεικτικός επισημαίνει πως παρακάτω θα αναλυθεί «ένα όχι που μετατράπηκε σε ναι» καθώς και οι συνέπειες αυτού που αναμένονται πολύ μεγαλύτερες από τους σκληρούς όρους της «ταπεινωτικής συμφωνίας».

«Το ότι χειροκροτήθηκε η επιτυχία του κ. Τσίπρα να αποφύγει ένα Grexit, στην ουσία φώτισε την εξαιρετική πίεση που αντιμετώπισε ο πρωθυπουργός κατά τη διάρκεια των ολονύκτιων συνομιλιών. Στις 6:00 όταν οι συζητήσεις περιστρέφονταν ακόμα γύρω από το ταμείο ιδιωτικοποιήσεων, με την Άνγκελα Μέρκελ, την καγκελάριο της Γερμανίας, και τον Φρανσουά Ολάντ, τον Γάλλο Προέδρο να εμμένουν στις θέσεις τους, ο κ Τσίπρας πράγματι βρισκόταν με το ένα πόδι στην πόρτα. Αλλά ωθούμενες και οι τρεις πλευρές από την πίεση του προέδρου Ντόναλντ Τουσκ, κατάφεραν τελικά να σφυρηλατήσουν μια συμφωνία που θα μπορούσε να αποτελέσει τη βάση ενός προγράμματος βοήθειας πολλών δισεκατομμυρίων, το τρίτο για την Ελλάδα μέσα σε πέντε χρόνια. Σε αντάλλαγμα για ένα πακέτο, το οποίο θα μπορούσε να ανέλθει έως και στα 86 δις ευρώ για διάστημα τριών ετών, ο κ Τσίπρας έπρεπε να υπογράψει τις απαιτήσεις εκείνες που το κόμμα του, ο ΣΥΡΙΖΑ, απέρριπτε καθόλη τη διάρκεια της προεκλογικής εκστρατείας τον Ιανουάριο. Ταυτόχρονα οι προτάσεις που είχε καταθέσει ο έλληνας πρωθυπουργός την τελευταία εβδομάδα – τις περισσότερες εκ των οποίων είχε απορρίψει σθεναρά η συντριπτική πλειοψηφία του ελληνικού λαού στο πολυσυζητημένο δημοψήφισμα των προηγούμενων ημερών – σηματοδοτούσαν μόνο την αρχή της νέας συμφωνίας. Οι εν λόγω δεσμεύσεις, σε θέματα όπως ο ΦΠΑ και η μεταρρύθμιση του συνταξιοδοτικού συστήματος, πρέπει πλέον να νομοθετηθούν από την Ελληνική Βουλή το αργότερο μέχρι τις 15 Ιουλίου. Μια εβδομάδα αργότερα πρέπει να νομοθετηθούν περαιτέρω δεσμεύσεις, συμπεριλαμβανομένης και της αναμόρφωση του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας. Αυτό όμως φαίνεται να είναι μόνο η αρχή όπως είχε προειδοποιήσει η γερμανίδα καγκελάριος σε μία πρότερη Σύνοδο που είχε πραγματοποιηθεί μια εβδομάδα νωρίτερα. Η Ελλάδα πρέπει να θεσπίσει επιπρόσθετες μεταρρυθμίσεις που αφορούν στο συνταξιοδοτικό σύστημα, να ανοίξει τα κλειστά επαγγέλματα, να χαλαρώσει τους εμπορικούς κανόνες (με το άνοιγμα των καταστημάτων την Κυριακή), να μεταρρυθμίσει την αγορά εργασίας και να ενισχύσει τις τράπεζές της. Παρόλο έχει ήδη παρεκκλίνει της πορείας της, αν η κυβέρνηση του κ. Τσίπρα είναι ακόμη όρθια, θα κληθεί ακόμα να καταρτίσει σχέδια για την «απο-πολιτικοποίηση» της ελληνικής διακυβέρνησης, ένα έργο που έχει αποφευχθεί από κάθε κυβέρνηση που έχει αναλάβει τα ηνία της χώρας από τότε που απέκτησε την ανεξαρτησία της από τους Οθωμανούς το 1832 . Ταυτόχρονα θα πρέπει να αποδεχθεί την πλήρη εποπτεία από τους μισητούς «θεσμούς»(άλλοτε γνωστούς ως Τρόικα), οι οποίοι θα επιστρέψουν στην Αθήνα για να επιβλέπουν το έργο των ελλήνων αξιωματούχων. Μάλιστα, μετά την επιμονή του πρωθυπουργού της Ολλανδίας, Μαρκ Ρουτ, η κυβέρνηση Τσίπρα θα πρέπει ακόμα και να ακυρώσει όσα νομοθετήθηκαν από τότε που ανέλαβε τα καθήκοντά της και παραβιάζουν δεσμεύσεις προηγούμενων συμφωνιών που είχαν συναφθεί. Το πιο επώδυνο δε απ ‘όλα, είναι πως θα πρέπει “πολύτιμα ελληνικά περιουσιακά στοιχεία” να ιδιωτικοποιηθούν από ένα ανεξάρτητο ταμείο ιδιωτικοποιήσεων με στόχο την απόκτηση 50 δις ευρώ κατά τη διάρκεια της διάσωσης της χώρας. Οι δεσμεύσεις αυτές, όπως αναφέρεται στις σελίδες του προγράμματος ξερά και ξεκάθαρα, αποτελούν «τις ελάχιστες απαιτήσεις για την έναρξη των διαπραγματεύσεων με τις ελληνικές αρχές». Οι συνομιλίες για τις λεπτομέρειες της διάσωσης, συμπεριλαμβανομένης της δημοσιονομικής πορείας της κακοποιημένης ελληνικής οικονομίας θα συνεχιστούν, κι αυτό αναμένεται να πονέσει. Εν τω μεταξύ, ο κ Τσίπρας πρέπει να ελπίζει ότι τα άλλα κοινοβούλια της Ευρωζώνης που πρέπει να εγκρίνουν το νέο πρόγραμμα διάσωσης (με πρόχειρους υπολογισμούς εκείνα της Γερμανίας, της Ολλανδίας, της Εσθονίας, της Φινλανδίας, της Σλοβακίας και της Αυστρίας) θα ανακαλύψουν τον τρόπο ώστε να ξεπεραστεί η απώλεια εμπιστοσύνης προς την ελληνική πλευρά, που υπερτονίστηκε στις συνομιλίες του Σαββατοκύριακου. Θα πρέπει, επίσης, να ελπίζει πως οι υπουργοί Οικονομικών της ζώνης του ευρώ, που συνήλθαν την Δευτέρα στις Βρυξέλλες για την τελευταία συνάντηση, ενός πρωτοφανούς ατελείωτου καρουζέλ αλλεπάλληλων Συνόδων Κορυφής και Eurogroup,  θα συμφωνήσουν σχετικά με τη βραχυπρόθεσμη χρηματοδότηση των 12 δις ευρώ ώστε να καταφέρει η Ελλάδα να ανταποκριθεί άμεσα στις υποχρεώσεις της – μεταξύ αυτών και στη δόση των  4,2 δις ευρώ στην ΕΚΤ, στις 20 Ιουλίου. Τέλος ο κ. Τσίπρας πρέπει να ελπίζει πως οι τράπεζες θα διατηρηθούν εν ζωή έως ότου η ΕΚΤ αισθανθεί διατεθειμένη να ενισχύσει την ρευστότητα της, αφού μέχρι σήμερα την διατηρεί στα ίδια επίπεδα. Μάλιστα καθώς οι λεπτομέρειες της συμφωνίας αποκαλύπτονταν μια μια χθες το βράδυ, οι θυμωμένοι Έλληνες και οι συμπαραστάτες τους δημιούργησαν το hashtag του twitter #ThisIsACoup, που πήρε τεράστιες διαστάσεις. Ακόμη και αν αυτό χαρακτηρίζεται από πολλούς ακραίο, αξίζει νομίζω να αναρωτηθούμε τι θα έχει ο κ. Τσίπρας να επιδείξει ότι έλαβε ως αντάλλαγμα για όλη αυτή την μιζέρια. Στην ουσία σε αντάλλαγμα όλων των προηγούμενων, ο έλληνας πρωθυπουργός μπορεί να αναφέρει ότι πέτυχε 4 “νίκες”, οι περισσότερες εξ’ αυτών, βέβαια, ήσσονος σημασίας. Πρώτον, το Grexit δεν συγκαταλέγεται πλέον στις άμεσες προοπτικές. Ταυτόχρονα και το σχέδιο για προσωρινό Grexit, που προωθήθηκε από τον Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, τον υπουργό Οικονομικών της Γερμανίας, απομακρύνθηκε  από το τραπέζι του διαλόγου των ευρωπαίων ηγέτών χθες το βράδυ. Δεύτερον, ο κ. Τσίπρας κέρδισε τη μάχη για το ταμείο ιδιωτικοποιήσεων των 50 δις ευρώ: το ένα τέταρτο του ποσού θα χρησιμοποιηθεί για αδιευκρίνιστες «επενδύσεις»(εφόσον η γερμανίδα καγκελάριος ήθελε όλα τα χρήματα να χρησιμοποιηθούν για την πληρωμή του χρέους), γεγονός για το οποίο θα καυχηθεί στις δύσκολες κοινοβουλευτικές συζητήσεις που αναμένονται τις επόμενες μέρες στο ελληνικό κοινοβούλιο Τρίτον, η συμφωνία μπορεί να ξεκλειδώσει μέχρι και 35 δις ευρώ για επενδύσεις από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, παρόλο που οι λεπτομέρειες παραμένουν ασαφείς. Τέλος, το γεγονός πως στη συμφωνία εμπεριέχεται μια υπόσχεση:  ότι θα εξεταστούν «αν χρειαστεί», τα μέτρα που έχουν σχεδιαστεί για την εξόφληση του χρέους, όπως η επέκταση των προθεσμιών εξόφλησης, ώστε να χαλαρώσει το φορτίο του χρέους στην Ελλάδα. Παρόλο που η άμεση επίπτωση μιας τέτοιας αναδιάρθρωσης στο προφίλ του ελληνικού χρέους θα είναι παρόμοια του μηδενός, η δέσμευση αυτή παραμένει ένα σημαντικό επίτευγμα για μια κυβέρνηση που ζητούσε εξ αρχής και αδιαλείπτως χαλάρωση των χρηματοοικονομικών υποχρεώσεων της χώρας της. Όσο για τους υπόλοιπους της Ευρωζώνης, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι θα ανακουφιστούν με το γεγονός πως το τελευταίο κεφάλαιο της ελληνικής κρίσης έχει κλείσει, παρόλο που πολλά πρόκειται ακόμα να έρθουν. Βέβαια όταν ξυπνήσουν από τον μετά- συνόδου κορυφής λήθαργό τους, θα έρθουν κι εκείνοι αντιμέτωποι με δύο ενοχλητικές ερωτήσεις. Καταρχήν, πώς μπορούν να αναμένουν μια κυβέρνηση της οποίας η ταυτότητα σφυρηλατήθηκε από την αντίθεση στη λιτότητα και στην ξένη κηδεμονία, να εφαρμόσει τις μεταρρυθμίσεις που εμποδίστηκαν ακόμα κι από τους πολύ πιο εύκαμπτους προκατόχους της; Και δεύτερον, πώς μπορεί μια Ευρωζώνη που δημιουργήθηκε για να οδηγήσει στην ενοποίηση και στην ενίσχυση της εμπιστοσύνης μεταξύ των μελών της, να ευδοκιμήσει όταν φέρνει το ακριβώς αντίθετο αποτέλεσμα»…