Όταν ήταν παιδί, έπαιζε μπάλα με τους φίλους του στα αυτοσχέδια γήπεδα που έστηναν στις γειτονιές της Γιαουντέ, στο Καμερούν, απ’ όπου κατάγεται. Μπορεί ο ίδιος να μην είχε τότε στο μυαλό του πως η αγάπη του γι’ αυτό το άθλημα θα μπορούσε να τον οδηγήσει σε μια επαγγελματική καριέρα, ωστόσο, όταν ήρθε στην Ελλάδα σε αναζήτηση μιας καλύτερης ζωής, έθεσε ως πρώτο στόχο να παίξει ποδόσφαιρο.

«Ήμουν τυχερός καθώς σε έναν αγώνα φιλικό, που παίξαμε με την ομάδα της αστυνομίας στη Θεσσαλονίκη, με πλησίασε κάποιος από τον ΠΑΟΚ, που με είδε και με πήγε στην ομάδα για δοκιμαστικό. Έτσι μπήκα στις ακαδημίες του συλλόγου» εξηγεί, μιλώντας στο Αθηναϊκό/Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων, ο 21χρονος σήμερα Καμερουνέζος.

Στη φιλόξενη αγκαλιά των «ασπρόμαυρων», ο Ντοναλντόνι βρήκε στο πρόσωπο του Πάμπλο Γκαρσία μια πατρική, όπως λέει, φιγούρα που τον συμβούλευε σε κάθε του βήμα. «Στόμα κλειστό και να δουλεύεις σκληρά. Αν δουλεύεις σκληρά, όλα θα έρθουν» του έλεγε ο προπονητής (τότε) της Κ19 του ΠΑΟΚ, όπου ο Ντοναλντόνι έμεινε τρία χρόνια, κάνοντας προπόνηση και παίζοντας σε φιλικά.

Στον Πάμπλο Γκαρσία στράφηκε και πάλι όταν βγήκε η θετική απόφασή του για άσυλο και μπορούσε πλέον να παίξει με τη Β ομάδα του ΠΑΟΚ. «Μίλησα με τον Γκαρσία και ζήτησα τη συμβουλή του. Μου είπε: “Σε γνωρίζω χρόνια και δουλεύεις σκληρά, αλλά τώρα χρειάζεται να είσαι κάπου, όπου θα μπορείς να παίζεις. Χρειάζεσαι παιχνίδια”. Μου το είπε αυτό, γιατί στη θέση του σέντερ φορ που έπαιζα υπήρχαν ήδη πολλά παιδιά. Αποφάσισα, λοιπόν, να φύγω από τον ΠΑΟΚ και να πάω σε μια ομάδα της Β κατηγορίας, όπου θα μπορούσα να παίξω» αφηγείται ο Ντοναλντόνι. Τελικά, με τη βοήθεια και του γενικού αρχηγού του ΠΑΟΚ, του Βαγγέλη Πουρλιοτόπουλου, ο οποίος τον αγκάλιασε από την πρώτη στιγμή, βρήκε ποδοσφαιρική στέγη στην ΑΕ Καραϊσκάκη της Άρτας, όπου υπέγραψε το πρώτο του επαγγελματικό συμβόλαιο κι έκανε μια φοβερή, όπως τονίζει, χρονιά, έχοντας πολλές συμμετοχές και σκοράροντας δέκα γκολ.

Από τον ΠΑΟΚ μπορεί να έφυγε, για να μπορέσει να έχει τον μέγιστο δυνατό χρόνο συμμετοχής σε αγώνες, όμως πάντα παρακολουθεί την πορεία της ομάδας και των νεαρών ποδοσφαιριστών με τους οποίους ήταν μαζί στις ακαδημίες του ασπρόμαυρου συλλόγου, όπως οι Κωνσταντέλιας, Κουλιεράκης, Λύρατζης και Μιχαηλίδης, ενώ από πολύ νωρίς, όπως λέει, είχε «διαγνώσει» ότι ο Τζόλης θα εντασσόταν στο δυναμικό της πρώτης ομάδας του ΠΑΟΚ. «Με όλα αυτά τα παιδιά ήμασταν μαζί κι όταν ανεβαίνω στην Θεσσαλονίκη, αν τυχόν βρεθούμε, πάντα το κλίμα είναι πολύ θερμό. Υπάρχει ένα σεβασμός μεταξύ μας και παρόλο που αυτά τα παιδιά φτάσανε ψηλά, πάντα απαντάνε σε μηνύματα, πάντα είναι εκεί» τονίζει.

Πρότυπο ο αθλητής του MMA Φράνσις Ενγκανού – GOAT ο Ρονάλντο, επειδή δουλεύει σκληρά

«Το πρώτο όνειρο μου ήταν να γίνω επαγγελματίας ποδοσφαιριστής. Αυτό το κατάφερα» τονίζει ο Ντοναλντόνι, ο οποίος δεν σταματάει να δουλεύει σκληρά, για να φτάσει ψηλά, όπως λέει.

«Στο ποδόσφαιρο χρειάζεται να βελτιώνεσαι κάθε μέρα. Δεν μπορείς να πεις ότι έχω φτάσει κάπου και να επαναπαυθείς σ’ αυτό. Ακόμη και μεγάλοι ποδοσφαιριστές όπως ο Ρονάλντο και ο Μέσι δουλεύουνε συνέχεια» τονίζει, ενώ σπεύδει να συμπληρώσει πως «έχω μεν όνειρα για το μέλλον, αλλά τώρα είμαι εδώ στη Λευκάδα και στόχος μου είναι να βοηθήσω την ομάδα μου. Να δουλέψουμε σκληρά και μαζί με τους συμπαίκτες μου να κρατήσουμε την ομάδα στην κατηγορία».

«Το πρώτο βήμα στην επαγγελματική μου καριέρα έγινε. Τα επόμενα θα καθοριστούν από τη δική μου σκληρή δουλειά αλλά και από άλλους παράγοντες, όπως οι μάνατζερ και το ενδιαφέρον κάποιας ομάδας» σημειώνει. «Από την αρχή που μπήκα στο ποδόσφαιρο δεν κοιτούσα τα λεφτά. Αυτά θα έρθουν. Αυτό που με νοιάζει είναι η σκληρή δουλειά, γιατί αν δουλέψεις σκληρά θα έρθουνε και τα χρήματα. Αλλά αν στόχος σου είναι μόνο τα λεφτά, δεν θα δουλεύεις και δεν θα βελτιώνεσαι» προσθέτει κι εξηγεί πως θεωρεί καλύτερο παίκτη όλων τον Ρονάλντο όχι μόνο επειδή είναι καλός ποδοσφαιριστής αλλά επειδή έχει δουλέψει σκληρά -κι εξακολουθεί να το κάνει- για όλα όσα έχει πετύχει.

Ωστόσο, αν με μια πορεία αθλητή θα ήθελε να ταυτιστεί είναι αυτή του Γαλλοκαμερουνέζου πρωταθλητή του ΜΜΑ Φράνσις Ενγκανού. «Ξεκίνησε κι αυτός από την Αφρική και ήρθε στην Ευρώπη και πλέον είναι παγκόσμιος πρωταθλητής. Αυτή την πορεία θέλω να ακολουθήσω κι εγώ. Είχε ένα όνειρο και το κατάφερε. Ήθελε να γίνει ο καλύτερος μποξέρ στον κόσμο κι έγινε. Κι εγώ αυτό θέλω, να φτάσω τόσο ψηλά» τονίζει.

Η ζωή έξω από το γήπεδο, οι ξένες γλώσσες και το ελληνικό καλοκαίρι που όμοιό του δεν έχει

Η καθημερινότητα του Ντοναλντόνι στη Λευκάδα περιλαμβάνει προπόνηση, κάποιες φορές μαγειρική και καμιά βόλτα για καφέ με τους φίλους, αλλά και μαθήματα ξένων γλωσσών, αφού στόχος του νεαρού παίκτη είναι η συνεχής αυτοβελτίωση- όχι μόνο εντός γηπέδου αλλά κι εκτός αυτού. «Αγαπώ να μαθαίνω γλώσσες. Μιλάω αγγλικά, γαλλικά, ελληνικά, τη μητρική μου γλώσσα και λίγα γερμανικά. Τώρα ξεκίνησα να μαθαίνω γερμανικά, μόνος μου. Δεν μου αρέσει να χάνω τον χρόνο μου, προτιμώ να τον επενδύω μαθαίνοντας ξένες γλώσσες. Μου αρέσει να κάνω πράγματα που θα με βοηθήσουν στο μέλλον μου. Το ποδόσφαιρο είναι κάτι που έχει ημερομηνία λήξης. Η καριέρα είναι 10, το πολύ 15 χρόνια, μετά πρέπει να βρεις κάτι να κάνεις. Αλλά κι ως ποδοσφαιριστής, δεν ξέρω πού θα βρεθώ αύριο – μεθαύριο. Για παράδειγμα, μπορεί κάποια στιγμή να βρεθώ να παίζω στην ομάδα μίας χώρας όπου μιλάνε γερμανικά. Γνωρίζοντας τη γλώσσα, θα είμαι έτοιμος να ενταχθώ και στην ομάδα και στην κοινωνία. Κι εδώ, στην Ελλάδα, θα μπορούσα να μην έχω μάθει τη γλώσσα και να μιλώ απλώς αγγλικά, όμως η επικοινωνία και η επαφή με τους ανθρώπους δεν θα ήταν ίδια» αναφέρει χαρακτηριστικά.

Μπάλα

«Αντίδωρο» αγάπης για τη στήριξη που λαμβάνει

Για πολλούς νεαρούς πρόσφυγες, η συμπλήρωση των 18 ετών δεν αποτελεί λόγο εορτασμού, αφού σηματοδοτεί το τέλος της υποστήριξης που λαμβάνουν ως παιδιά, αφήνοντάς τους με ελάχιστους ή καθόλου πόρους, για να χτίσουν μια νέα ζωή με αξιοπρέπεια. O Ντοναλντόνι λαμβάνει υποστήριξη από το Πρόγραμμα Νεανικής Ένταξης και Ενδυνάμωσης νεαρών προσφύγων, το οποίο υλοποιείται από την International Rescue Committee (IRC) Hellas, σε συνεργασία με την Ύπατη Αρμοστεία του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες (UNHCR) καθώς και με το Κέντρο Ένταξης Μεταναστών του Δήμου Θεσσαλονίκης.

Το πρόγραμμα άρχισε τον Οκτώβριο του 2023 και υποστηρίζει νεαρά ενήλικα άτομα 18-23 ετών με προσφυγικό προφίλ, δίνοντας προτεραιότητα σε ασυνόδευτα παιδιά που πλησιάζουν στην ενηλικίωση. Οι υπηρεσίες αυτές περιλαμβάνουν μαθήματα ελληνικής γλώσσας, ψυχοκοινωνική υποστήριξη, συμβουλευτική σε εργασιακά θέματα, επαγγελματική κατάρτιση, υποστήριξη στην αναζήτηση στέγης, υποτροφίες και διασύνδεση με ευκαιρίες απασχόλησης. Ο Ντοναλντόνι θεωρεί εαυτόν τυχερό για τη στήριξη που λαμβάνει και φροντίζει κι αυτός με τη σειρά του να είναι δίπλα σε παιδιά και νέους ανθρώπους που, όπως και ο ίδιος, ξεκίνησαν το ταξίδι από τις πατρίδες τους για μια καλύτερη ζωή αλλού, αλλά στον δρόμο έχασαν την ελπίδα.

«Είναι κάποια παιδιά που δεν πιστεύουν ότι μπορούν να καταφέρουν και να εκπληρώσουν τα όνειρα τους. Λένε ότι τα πράγματα είναι πολύ δύσκολα. Όμως όλα είναι δύσκολα στη ζωή. Αν δεν έχεις υπομονή, αν δεν έχεις θέληση, δεν θα τα καταφέρεις. Οπότε όταν συναντιέμαι με αυτά τα παιδιά, προσπαθώ να τους εξηγήσω ότι όλα μπορούν να τα κάνουν, αρκεί να έχουν υπομονή και θέληση. Εγώ ήμουν και τυχερός. Πάντα έβρισκα δίπλα μου καλούς ανθρώπους, οι οποίοι με βοήθησαν. Και είμαι σίγουρος πως θα βρεθούν κι άλλοι άνθρωποι στον δρόμο που θα με βοηθήσουν. Αν είσαι καλός άνθρωπος, καλά πράγματα θα σου συμβούν. Και η κοπέλα μου με βοήθησε πάρα πολύ» εξηγεί.

Βοήθεια σε αυτούς που αναζητούν μια καλύτερη ζωή

Κλείνοντας τη συνέντευξη στο ΑΠΕ-ΜΠΕ, με αφορμή τη σημερινή Παγκόσμια Ημέρα για τη μετανάστευση, ο Ντοναλντόνι δεν ξεχνά ν’ αναφερθεί σε όλους όσοι εγκαταλείπουν τις πατρίδες τους σε αναζήτηση μιας καλύτερης ζωής.

«Μέχρι τώρα μίλησα μόνο για μένα. Όμως θέλω να μιλήσω και για όλους όσοι έρχονται εδώ, στην Ευρώπη, για να έχουν καλύτερη ζωή. Εγώ νομίζω ότι μπορούν οι κυβερνήσεις να τους βοηθήσουν. Γιατί αν κάποιος έφυγε από τη χώρα του, το έκανε για μία καλύτερη ζωή. Δεν αφήνει την πατρίδα του έτσι, για πλάκα. Είναι μάλλον πολύ δύσκολη ζωή του εκεί, ίσως και να φοβάται για την ίδια του τη ζωή. Οπότε ας νοιαζόμαστε γι’ αυτούς τους ανθρώπους», καταλήγει.